- ωοτοκώ
- (ε) αμετ.1) класть яйца, нестись; 2) метить икру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωοτοκώ — ᾠοτοκῶ, έω, ΝΜΑ [ωοτόκος] (αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία αρχ. 1. (για φυτό) παράγω σπόρο 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα τα ωοτόκα 3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, έομαι γεννιέμαι όπως το αβγό… … Dictionary of Greek
ζωοτοκώ — (Α ζωοτοκῶ, έω) [ζωοτόκος] είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ αρχ. 1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους 3. παθ. ζωοτοκοῡμαι, έομαι… … Dictionary of Greek
τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… … Dictionary of Greek
ωογονώ — έω, Μ γεννώ αβγά, ωοτοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek